|
подковывать, ковать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подковывать? — πεταλώνω как на (ново)греческом будет слово ковать? — πεταλώνω как с (ново)греческого переводится слово πεταλώνω? — подковывать, ковать — αμύλα — αραίωμα — ολομερής — παραδουνάβιος — απονίβω — καϊσιά — αγεροκόμητος — αλγοριθμικός — χαρτοπετσέτα — φυγόπονος — υλικό — κατσούφης — δυσφορώ — βαροθερμόμετρο — αποφασιστικά — ετερόφυλλος — χρωμάτισμα — πολυκύλινδρος — σιταράτος — χαρχάλα — κομμοονισμός |
|||