|
το 1) количество; 2) сумма; τό ~ των καταθέσεων — сумма вкладов; χρηματικό ~ — денежная сумма; σημαντικό ~ — солидная сумма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово количество? — ποσό как на (ново)греческом будет слово сумма? — ποσό как с (ново)греческого переводится слово ποσό? — количество, сумма — επομένη — καπνέμπορος — αιματοποίηση — βουλνμιώδης — στειρώ — ανασκελώνομαι — ελιγμός — λασπερός — σύσκιος — πατριαρχείο — φαρυγγίτιδα — ανακοπή — μεζελίκι — νταρντάνα — χαλκωρυχείο — ραΐζω — διαπεραστικός — ξανακαινουργιώνω — σπεκουλάρω — τελεσφορώ — λαζούλιθος |
|||