|
το кнут; η λαβή τού κνούτου — кнутовище #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кнут? — κνούτο как с (ново)греческого переводится слово κνούτο? — кнут — Αυγουστής — ξαναμορφώνω — μεσοφωνία — παράβολος — καρδάμωμα — λασκάδα — χουρμαδιά — ερράθην — ζουζούνισμα — ανέζευξα — δισκάφισμα — ατμάκατος — αμπελοτόμος — ελαφρυντικό — αχαμνάδα — ομογενής — κοντήτερος — ιδεολογικός — οργανικισμός — καλογερεύω — κοσμηματογράφος |
|||