Новогреческий словарь
είλωτας
είλωτας
(-ωτος) ο 1) ист.
илот
;
2) перен.
раб
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
илот
? —
είλωτας
как на
(ново)греческом
будет слово
раб
? —
είλωτας
как с
(ново)греческого
переводится слово
είλωτας
? — илот, раб
#
(ново)греческий словарь
—
ψέγω
—
αναστύλωση
—
δεκανίκι
—
αερομοντέλο
—
άνανδρος
—
βουλεβαρδιέρος
—
αναστομώνομαι
—
παράνομος
—
απιλογιέμαι
—
προσβλητικότητα
—
άγλυκος
—
αποκοιμιστικώς
—
τσόχινος
—
Σάββατο
—
αλογόμυϊα
—
συγκαταβατικότητα
—
σουφραζέττα
—
αργοφλογιστία
—
γελοιογραφίκός
—
αγγελοκαμωμένος
—
ουδός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве