|
сенокосный; ~ή μηχανή — косилка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сенокосный? — χορτοκοπτικός как с (ново)греческого переводится слово χορτοκοπτικός? — сенокосный — ατμοσφαιρικά — τροφαντός — καλύβα — άνασωση — κουνίστρα — σταυροδρόμι — μεσοπλεύριος — καλούπωμα — τοπάρχης — έγχυση — αντιφωνία — οχτακόσιοι — δαιμονολόγος — ορεχτικός — λάδωμα — άδης — περιοδικό — ψωράλογο — πισωγυρίζω — σκορβουτικός — απογαλάκτισμα |
|||