|
ощетиниться (перен.); ~ από τό κακό μου — прийти в ярость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ощетиниться? — γατιάζω как с (ново)греческого переводится слово γατιάζω? — ощетиниться — ζωολάτρης — απαρχής — ρεζεντά — δεσποτικώς — ευκατόρθωτος — πίτυκος — ξέρραμμα — κομψοτέχνης — αποχαλινώνομαι — χασαπιό — γλυκό — πλεύρισμα — σβηστήρας — ζυμάρι — χιλιαναθεματισμένος — ομωνυμία — μοιχεύω — οινοπνευματόμετρο — φορομπηχτικός — παπαδοκρατία — φωνόμετρο |
|||