|
αόρ. от αγαλλιώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηγαλλίασα? — — απαίσιος — μινιατούρα — σιτοπαραγωγή — προτιμώμενος — αμετροβαθής — καταγραφικός — αραιωτικός — χιονοπέδιλο — αχαριστία — ραφτική — ακολάτσιστος — σταγόνα — προζύμι — πικραίνομαι — μίκραιμα — εκγλυπτικός — αζώτωση — ψάλτης — πολύπους — πρωτινός — δενδροειδής |
|||