|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανοιγμένος? — — λαγουτάρης — αταχυδρόμιστος — σαπφειρόχρους — ύψιλον — μνήστευση — αθηνιώτικος — χαμαίζηλος — πλάνεμα — ξερόφυλλο — πρόσωπο — ζυμωτής — εμφρακτήρας — υπόψη — επιστήμονας — πρόεδρος — μικροβιοκτόνος — νοικάρισσα — προβληματίζομαι — αναβίωμα — κατσάδιασμα — αποκληρώνω |
|||