|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οικογενές? — — βρομόγλωσσος — παρλιακό — εμπορεύομαι — υπόλειμμα — ελευθεριακός — ονοματίζομαι — φωτίζομαι — ρεύση — ίσκιος — λεπτοτέχνημα — ιστιοπλοϊκός — ακροπρεπίδιον — απροσδιόριστα — αδείλιαστος — ελαφροπαίρνομαι — φιλαλληλία — στιβάρι — κακοφαγία — αμφιλογία — χορτοκόπος — ρουμανικός |
|||