|
локтевой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово локтевой? — ωλένιος как с (ново)греческого переводится слово ωλένιος? — локтевой — δυσπαράδεχτος — άρτεμα — χτικιάρικα — αυτοβδελυγμία — αυτοβοήθητος — κεφαλοκόλωνο — μηνολόγιο — δέλεαρ — ακριβοτάγιστος — κατάρρους — εκφυλιστικά — άσπερμος — διάσχιση — μυστηριακός — τσιράκι — καφετύς — εκπνευση — προβόδισμα — σιδηρομαγγάνιο — κάθημαι — ράπισμα |
|||