|
утешать; тешить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утешать? — παρηγορώ как на (ново)греческом будет слово тешить? — παρηγορώ как с (ново)греческого переводится слово παρηγορώ? — утешать, тешить — αυγοβολώ — δεκαετής — γκελλώ — ιστιοδρομικός — αποχρωματίζω — άκλαυτος — ερωτοληψία — ανέντιμα — πολυτραυματίας — οδυρμός — βαγενάς — σαγήνευμα — ακτινογραφώ — σκευάμαξα — λαρυγγολογία — απίσχναση — χηνοβοσκός — φιλάρπαξ — γόβα — κυλινδρωτός — αρτιγενής |
|||