|
озлобленный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξοργισμένος? — — τσιγκλώ — βουνιά — λάμπα — συμβολαιογράφος — αναφλέγομαι — μαρρόν — διάνοιγμα — ατροπος — συνεργατική — νιόβγαλτος — γκριζόλα — βενεζουελανός — σιαλογόνος — θαμνώδης — γουργάρα — ταγγίλα — αμάτωτος — απλησίαστος — ενταλματικός — προπλάστης — αντίζυγο |
|||