|
αόρ. от εγκαθιστώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εγκατέστησα? — — αναθρεπτήριον — ξεμαγεύω — νουθεσία — προπηλάκιση — πτερύγιο — κατηφεδένιος — εξωστήρ — πονόλαιμος — φαρμακοληψία — παρασφίγγω — κελλί — ανασπαστήρας — χλωρικός — ξένια — διαφαίνομαι — διαστρέφω — εμπρόθετος — πτωχεύω — αναφωτίδα — συγκυριαρχία — ημιυπόγειο |
|||