Новогреческий словарь
εγκατέστησα
εγκατέστησα
αόρ. от εγκαθιστώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγκατέστησα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καλοχτίζω
—
αρτιβαφής
—
επίξεση
—
τρικυμία
—
λούσιμο
—
αμφιταλάντευση
—
περιτονίτιδα
—
οξύς
—
κληματσίδα
—
σαλατοποιούμαι
—
πιτσιλιστός
—
κορόμηλο
—
ακοταγέλαστος
—
φωνιάζω
—
εγρετίδικος
—
ασημοκοπώ
—
εξυπηρετικός
—
φθάνω
—
σκιτζής
—
χαϊδεύομαι
—
φαραδισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,