Новогреческий словарь
αρμεξιά
αρμεξιά
η 1)
доение
;
2)
надой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доение
? —
αρμεξιά
как на
(ново)греческом
будет слово
надой
? —
αρμεξιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρμεξιά
? — доение, надой
#
(ново)греческий словарь
—
αλκάλιο
—
μεζεκλού
—
ικαvοποίηση
—
γκαρνταρόμπα
—
δημοδιδασκαλείο
—
συναλλασσόμενος
—
μπάντζο
—
λεφτούλια
—
αποσηπτικός
—
κόλλυβο
—
διεισδυτικότητα
—
υπερφορτώνω
—
λακωνίζειν
—
ομόθυμα
—
άρπαξ
—
τουφέκισμα
—
παρωχημένος
—
οκτάχρονος
—
χάλυψ
—
τοιχογραφικός
—
ανακρεμαστός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω