|
η 1) доение; 2) надой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доение? — αρμεξιά как на (ново)греческом будет слово надой? — αρμεξιά как с (ново)греческого переводится слово αρμεξιά? — доение, надой — εντολή — τουφωτός — ολοκληρωτικός — αστειολόγος — μαμμούδι — τέκνο — ατελώνιστος — αεροτόπι — παθαίνομαι — αδελφή — άρα — απελευθερώτρια — μπαλώνομαι — λαδώνω — άμικτος — αμόλυντος — στρίφωμα — έρωτας — χειρουργικός — τρισκελής — απόπαιδο |
|||