|
η 1) подражательность; 2) биол. мимикрия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подражательность? — μιμητικότητα как на (ново)греческом будет слово мимикрия? — μιμητικότητα как с (ново)греческого переводится слово μιμητικότητα? — подражательность, мимикрия — ακούρντιστος — αιθυλαιθήρ — πεταλώνω — προκείμενος — μπατακτσής — αποστακτήρας — αρπάγι — αμεταπούλητος — εκτελωνιστής — ξανθοψία — χαμοβούνι — πεντακοσάρα — αυτομαγνήτιση — αποχτώ — νοημοσύνη — πληρότητα — αδέκαρος — γκώνω — ψαλτήριο — στρωτός — αηδονόπουλο |
|||