|
παθ. αόρ. от μιμνήσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμνήσθην? — — πιλοτίνα — επισημότητα — προμελετημένος — αναδεκτή — αλλοιωτό — παλαβάδα — χιονοστεφής — εισπρακτόρισσα — βουτίνα — εγγυοδοσία — τρίαινα — επανασυζητώ — κοχύλι — συμβολαιογράφος — λοίδορος — οστεοδυνία — προβαίνω — οροθέσιο — Αρμάνος — δασιασμένος — ακορντεονίστας |
|||