Новогреческий словарь
εμνήσθην
εμνήσθην
παθ. αόρ. от μιμνήσκω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμνήσθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απανωβάζω
—
παλιμβουλία
—
νομιμόφρων
—
ορίστε
—
απίστευτος
—
ξερόβηχας
—
βουνός
—
μυς
—
ψυχοκοινωνιολογικός
—
ατράνταγος
—
λογοτέχνημα
—
γκρεμίζομαι
—
χαχανητό
—
αμμότοπος
—
διμοιρίτης
—
αψιδοειδής
—
σκέρτσο
—
πύκνωμα
—
OTE
—
μαγγανευτικός
—
ημερότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве