|
налоговый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово налоговый? — φορολογικός как с (ново)греческого переводится слово φορολογικός? — налоговый — ασύλλεχτος — ψιλούρια — αποφοιτήσας — ορμώμαι — παρελκύω — ηλιαστήριο — δηλούσα — γλωσσοκοπία — πολυκαρπία — δικαστής — βυνοποιώ — ανάλειωτος — χρωμάτισμα — αμετρολόγος — κομμίωση — συνιδιοκτήτρια — περιμάζωμα — μανδαρινέα — λαμπικαρίζω — επάνωθεν — υπερφόρτωση |
|||