τσισάκια

формы словаβ
τσισάκια



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово τσισάκια? —


ατέλειαεκκλησιαστικόςπατώαμαξοποιόςζαχαροπλαστείοομιλητικότητακόμησσακολοκοτρωνέϊκοςαψάρευτοςκομμουνιστικόςμουτσουνάρααναλογιστικόςγιγάντειοςσκηνοποιόςχαρτομάντηςκηροπήγιομπεϊοπούλαφυλλορροώφυματιολόγοςαλληλοφθονίαλαβίδα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit