|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσισάκια? — — ατέλεια — εκκλησιαστικός — πατώ — αμαξοποιός — ζαχαροπλαστείο — ομιλητικότητα — κόμησσα — κολοκοτρωνέϊκος — αψάρευτος — κομμουνιστικός — μουτσουνάρα — αναλογιστικός — γιγάντειος — σκηνοποιός — χαρτομάντης — κηροπήγιο — μπεϊοπούλα — φυλλορροώ — φυματιολόγος — αλληλοφθονία — λαβίδα |
|||