Новогреческий словарь
τοιχοκολλητής
τοιχοκολλητ|ής
ο
расклейщик
(афиш, плакатов и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
расклейщик
? —
τοιχοκολλητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
τοιχοκολλητής
? — расклейщик
#
(ново)греческий словарь
—
οργανέττο
—
συντυγχάνω
—
εκλέγειν
—
λεπτότριχος
—
καταγίνομαι
—
αμφίδρομος
—
ενδοσκόπηση
—
ψυχόπιττα
—
ωτίς
—
δωδέκατο
—
γιγαντωμένος
—
δίπορτο
—
αναχωματίζω
—
ηλεκτροπτικός
—
απέσω
—
πίτερο
—
υπερσιτισμός
—
μισογυνισμός
—
περιτριγύρισμα
—
παρατυχών
—
αφεντάτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве