αναπάπουλ|ος

формы словаβ
αναπάπουλ|ος
===
          ~ο καράβι σέ καλό λιμιώνα πάει — посл. [phrase]корабль, побывавший в буре, ищет (тихой) гавани[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ===? — αναπάπουλος
как с (ново)греческого переводится слово αναπάπουλος? — ===


υπόφαιοςάτιτλοςερίνωσηυπερθυρεοειδισμόςαναγελαστικάεξαγωγικόςαιματικόςαρπαχτικόςλήσταρχοςλακκίσκοςζωγρώαδείλιαστοςκαταποντίζομαικαμαρωμένοςδισυπόστατοσύσπαστοςαποδήμησηνοιάζομαιαρδεύσιμοςπαραθερίζωαραιότριχος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit