|
=== ~ο καράβι σέ καλό λιμιώνα πάει — посл. [phrase]корабль, побывавший в буре, ищет (тихой) гавани[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ===? — αναπάπουλος как с (ново)греческого переводится слово αναπάπουλος? — === — υπόφαιος — άτιτλος — ερίνωση — υπερθυρεοειδισμός — αναγελαστικά — εξαγωγικός — αιματικός — αρπαχτικός — λήσταρχος — λακκίσκος — ζωγρώ — αδείλιαστος — καταποντίζομαι — καμαρωμένος — δισυπόστατο — σύσπαστος — αποδήμηση — νοιάζομαι — αρδεύσιμος — παραθερίζω — αραιότριχος |
|||