|
το желтуха (болезнь) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово желтуха? — λιόκουρο как с (ново)греческого переводится слово λιόκουρο? — желтуха — παλαιοχριστιανικός — σανδαλοποιείο — δρομιάζω — ραχίτιδα — αυταναφλέγομαι — αποθερίζω — αμαλαγιά — κατσιβέλα — ηρωολατρεία — υπεροψία — λιγόυπνος — λεύκασμα — ριζοσπαστικός — καλυμμαύχιο — πατατούκα — παιδοτρίβης — μελάνι — λάντζα — τρομάρα — τοξικολογία — δυσεπηρέαστος |
|||