|
мед. эндоплевральный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндоплевральный? — ενδοπλευρικός как с (ново)греческого переводится слово ενδοπλευρικός? — эндоплевральный — εξόφληση — θαοματουργός — στόλαρχος — μεμοράντουμ — τσάκισμα — αμεταμφίεστος — αυτοσυνείδηση — τεσσαρακονταετία — αμακατζίκος — Βερολινέζα — αγαλματίας — κωβιός — υποκάτω — σεμινάριο — γνωριμιά — ρέ ! — απελπίζομαι — οψοθήκη — υποθρεψίο — αξελόγιαστος — σεργιανίζω |
|||