|
ο 1) сокол; 2) перен. орёл (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сокол? — σαΐνης как на (ново)греческом будет слово орёл? — σαΐνης как с (ново)греческого переводится слово σαΐνης? — сокол, орёл — ιταλιωτικός — αξάπλωτος — φυσούνα — μονοπόρτι — φίλεργος — δυναμικότητα — παραδοτέος — ασκούφωτος — ελκυστικός — καμουτσικιά — κροκάλη — δυσδιοίκητος — νεοπλατωνισμός — αισθητικώς — καρεκλάδικο — δύσπιστος — τροφή — αιθέριο — ψωρικός — σφιχτοχεριά — συγκεκριμένος |
|||