|
(νεν. ωτός) τό уст. 1) ухо; τό έξω (μέσον) ~ — наружное (среднее) ухо; 2) слух; τείνω τό ~ — напрягать слух, прислушиваться; τείνω ευήκοον ~ — благожелательно слушать, выслушивать; κλείνω τά ώτα — притворяться глухим #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ухо? — ούς как на (ново)греческом будет слово слух? — ούς как с (ново)греческого переводится слово ούς? — ухо, слух — κλιματιστικός — ραδόνιο — σειρούλα — ναυλοτιμαριθμικός — ομοκεντρικός — δεκαπενταριά — συγυρίστρα — αυγαταίζω — στρωμάτσο — εισαεί — θεράπευση — τήκομαι — συμβουλάτορας — έποικος — ψυχιατρικός — μελιτζάνα — σοκολατάκι — ερυθρόκυτον — άρπασμα — μονόπαντα — καχέκτις |
|||