|
сгорбившийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сгорбившийся? — γρυκός как с (ново)греческого переводится слово γρυκός? — сгорбившийся — γύρα — έπνευσα — πηλοπλαστικός — λεμές — τιττυβίζω — φασιστάκι — ανταιτιώμαι — μύστης — φωτορεπόρτερ — συντυγχάνω — προσωποκράτηση — ποταμοφυής — ευθύτητα — θερμοπαραγωγός — ανομοιογένεια — στηθοχτυπιέμαι — παιδοποιία — ιδιώνυμο — γλαυκίοπις — ειδωλολατρεία — συνένωση |
|||