|
το муз. пастораль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пастораль? — ποιμενικό как с (ново)греческого переводится слово ποιμενικό? — пастораль — δεκαοχταετία — εφήμερο — μπαμπακιά — βαρύηχος — μεταχειρίζομαι — τραχηλίτσα — κεντρισμός — κανιβαλισμός — χλωρουσιά — σχαστηρία — αδακρυς — ανεμόμετρο — δαμαστήριος — ευτοκία — τσιμεντάρω — διαπόρθμευση — ανηθόσπορος — δένδρωση — παλαιικός — ανέγγιχτος — λαχανιάζω |
|||