ποιμενικό

формы словаβ
ποιμενικό
το муз. пастораль



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пастораль? — ποιμενικό
как с (ново)греческого переводится слово ποιμενικό? — пастораль


δεκαοχταετίαεφήμερομπαμπακιάβαρύηχοςμεταχειρίζομαιτραχηλίτσακεντρισμόςκανιβαλισμόςχλωρουσιάσχαστηρίααδακρυςανεμόμετροδαμαστήριοςευτοκίατσιμεντάρωδιαπόρθμευσηανηθόσποροςδένδρωσηπαλαιικόςανέγγιχτοςλαχανιάζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit