|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τελετουργικά? — — μακροτάξιδος — μεγάλος — πεταρούδι — δεντροφύτευση — ανυφάντρα — ερυθρόδανον — ασβεστοποιία — σιλουέτα — γιάλλα — Φώτης — σκεπαρνιά — διάρμενο — καρδερίνα — ιδές — καθεστηκυία — κόφα — αφυλάκωτος — επιβραδύνω — βουλιμιώ — γαντζομύτης — ωολεύκωμα |
|||