|
το полигр. наборный цех, наборная (помещение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наборный цех? — στοιχειοθετείον как на (ново)греческом будет слово наборная? — στοιχειοθετείον как с (ново)греческого переводится слово στοιχειοθετείον? — наборный цех, наборная — νεφέλιο — χοοχουλίζω — βλεννογόνος — καλοκαμωμένος — ανεμοσκόρπισμα — μίνυο — δένδρωση — σκυλοκέφαλος — ξενιτιά — υποβάλλομαι — μειώνω — γαϊδουρέλλι — λαρδώνω — θήκη — τριάρμπουρος — σιμιτεργάτρια — πυελοσκόπηση — τζέντλεμαν — γναφεύω — αναπότρεπτος — δερβίσικος |
|||