|
το кресло; сиденье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кресло? — θρονί как на (ново)греческом будет слово сиденье? — θρονί как с (ново)греческого переводится слово θρονί? — кресло, сиденье — συλλέκτης — γονικά — εορτάζοντας — άγγελος — ερημιτικός — ξεμακραίνω — γείσος — ανεμοπορία — κουλουράς — δωδεκάμερα — πίδακας — μισό — αλογατάκι — πεφυσιωμένος — συμπαραστάτης — επικονιασμένος — αδιπλάριστος — κεράτισμα — μπατάλικος — προπαραγγέλλω — αγγρκρώνω |
|||