|
το плов (один из видов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плов? — ατζέμ-πιλάφι как с (ново)греческого переводится слово ατζέμ-πιλάφι? — плов — πειστήριο — μυαλωμένος — ρελιάστρα — χερσόνησος — βαρβαρικός — πεθαμένα — μηλοσαλάτα — σαλάτα — ασύμπτωτος — μελανισμός — ύδρευμα — αξύπνητος — ολότελα — εμπορομηχανικός — μπόξερ — σεληνογράφος — θερμοσίφωνο — αφερέγγυο — ωφελιμιστικός — διάφανος — εκποδών |
|||