|
το тех. найма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово найма? — νταβίδι как с (ново)греческого переводится слово νταβίδι? — найма — τοιχοκόλλημα — μεταμορφώνω — βυζάκι — αθεόφοβος — ανθομυρίζω — εσχαρώνω — εισέφρησα — κακοδαιμονία — αλαταποθήκη — κατάκριση — αδιατάρακτος — κατσαρομάλλης — εφέλκυση — ρουφιάνα — άστυφτος — εκπυρσοκροτώ — ευδαιμονισμός — αυθυπνωτιομός — τσαλαπετεινός — αφωρισμένος — παρασκευάζω |
|||