|
реквизированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реквизированный? — επιτεταγμένος как с (ново)греческого переводится слово επιτεταγμένος? — реквизированный — ψωμάς — αδεκαρία — λιανοπούλημα — εμφαντικός — ξανθούλα — ουροανάλυση — πρέκι — αντίμετρο — σφαίρισις — συνάντηση — ανάβρα — δυσκολεύομαι — υπόθεμα — ταυτοποίηση — υπερψήφιση — ποτές — ανεξάντλητος — scamnum — φαγώθηκα — υποδερμικός — κατακυρίευση |
|||