Новогреческий словарь
ερπυστικός
ερπυστικός
ползучий
(тж. о пресмыкающихся);
стелющийся
(о растениях)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ползучий
? —
ερπυστικός
как на
(ново)греческом
будет слово
стелющийся
? —
ερπυστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ερπυστικός
? — ползучий, стелющийся
#
(ново)греческий словарь
—
ανότιστος
—
κεφαλιάτικο
—
κοτσονάτος
—
ασυστηματοποίητος
—
πτωχευτικός
—
επιπλαρισμένος
—
αναρρίχηση
—
μεγαλέμπορος
—
ρέκτις
—
ανευφημία
—
ανακυλισμός
—
επταμερής
—
δεκαεπταετής
—
ντούπλεξ
—
κασσιέρης
—
υπερφαλάγγιση
—
σέλλωμα
—
ωόπλασμα
—
αναπόκτητος
—
αεραντλία
—
αχερώνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве