|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πουδρίτσα? — — στόχαση — αυτοχειρίαση — εκδιδόμενος — ακλήτευτος — ιζηματογενής — θεριστικά — πολωνέζ — χρωματισμός — εκτοκύκλιο — αγριοκούνελο — καταχειροκροτώ — αψαριά — αναποφασιστικότης — μανταρίζω — ασιανός — εύρος — λειχουδιάρης — διαζωτικός — αλληλοφάγωμα — μανουάλι — γλυκομιλιά |
|||