Новогреческий словарь
σαπισμένος
σαπισμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαπισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ατοπία
—
συνελών
—
απολυτήριο
—
παντέρημος
—
δεκαετία
—
καθηγητικός
—
δειλός
—
ουράνιος
—
άλασπος
—
εξόστωσις
—
εμβέλεια
—
μετεκπαιδεύομαι
—
επιτροπεία
—
συκοφαντικός
—
ατρομπάριστος
—
Τούρκος
—
ώσπου
—
φωσγένιο
—
χιλιο-
—
ασελιδοποίητος
—
φρόνιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве