|
невозмутимый, безмятежный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово невозмутимый? — ασυντάρακτος как на (ново)греческом будет слово безмятежный? — ασυντάρακτος как с (ново)греческого переводится слово ασυντάρακτος? — невозмутимый, безмятежный — ψούνισμα — γονυκλινής — ψιχαλητό — σεφέρι — απόκαρσις — αποψύχω — αντιπροσωπευτικός — προσνήωση — τριό — χί — ομογένεια — αποστερητικός — μοσκοκερητιά — χλωρυδρικός — ασελγής — γλωσσογραφία — κωμωδός — απάλευτος — κακοτυχία — δικρανωτός — οικοκυρικά |
|||