Новогреческий словарь
ασυντάρακτος
ασυντάρακτ|ος
невозмутимый, безмятежный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
невозмутимый
? —
ασυντάρακτος
как на
(ново)греческом
будет слово
безмятежный
? —
ασυντάρακτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασυντάρακτος
? — невозмутимый, безмятежный
#
(ново)греческий словарь
—
ακροαματικός
—
γερόντισσα
—
διαμορφώτρια
—
οργανισμός
—
φούμη
—
ονειροπλασμένος
—
επίπληξη
—
δεκατετραετής
—
εγγύτατος
—
βούζούνας
—
ξεροτηγανίζομαι
—
κλαμένος
—
πεζεβέγκης
—
κλωστοϋφαντουργία
—
Αιθιοπίδα
—
πλοκάμι
—
ξενιστής
—
αμονάρχητος
—
πυελομετρία
—
παραστεκάμενος
—
προϊστορικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве