|
η (чаще мн.ч.) мед. оспа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оспа? — γλυκειά как с (ново)греческого переводится слово γλυκειά? — оспа — συναδελφικότητα — ζοριλίδικος — ευαρμοστώ — Ενετός — όμοιος — αχρωμία — σλαυόφωνος — αναμορφωτής — δεκάδραχμο — ακόντιο — πιρόγα — διαβολόπουλο — φανφαρόνος — επεμβαίνω — γκρημνός — παλιατζήδικο — βλαστολόγία — φιλιότσα — οικοδομή — υδατόσημο — μελιτοεξαγωγή |
|||