|
ο в разн. знач. полюс; ο βόρειος (νότιος) ~ — северный (южный) полюс; ο εξερευνητής τού ~ου — полярник; θετικός (αρνητικός) ~ — физ. положительный (отрицательный) полюс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полюс? — πόλος как с (ново)греческого переводится слово πόλος? — полюс — εξολοθρευτής — υστερώ — αυτοσαρκασμός — επίμαχα — μαυραγάνι — εξελαύνω — αεριοδοχείο — φλόγισμα — γλυκόζωος — απαγίωτος — αμπελοκλαδευτής — γυναίκήσιος — κατασπαταλώ — γανωτζής — λιγυρός — ακαλόπιαστος — ευσπλαχνικός — μωαμεθανός — κεντρόφύξ — λεπτός — χειροβάδιση |
|||