υπονομευτικός

формы словаβ
υπονομευτικός
прям., перен. подрывной;
          ~η δουλειά — подрывная работа, деятельность



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово подрывной? — υπονομευτικός
как с (ново)греческого переводится слово υπονομευτικός? — подрывной


βιολιτζήςοποίοςεξελληνίζωωτογραφίατσιλημπούρδισμαεκλειαίνωβραχυκύκλωσηαυτοακρωτηριάζομαιμετωπικάεμβόλαιονευκρασίαευθυντήραςγαλβανοτεχνικήσυχαρίκιαβερολινέζικοςανασκευήσυνεκφοράπεριφρονητήςφαγούρακηροποιείοαμβλωτικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit