|
прям., перен. подрывной; ~η δουλειά — подрывная работа, деятельность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подрывной? — υπονομευτικός как с (ново)греческого переводится слово υπονομευτικός? — подрывной — βιολιτζής — οποίος — εξελληνίζω — ωτογραφία — τσιλημπούρδισμα — εκλειαίνω — βραχυκύκλωση — αυτοακρωτηριάζομαι — μετωπικά — εμβόλαιον — ευκρασία — ευθυντήρας — γαλβανοτεχνική — συχαρίκια — βερολινέζικος — ανασκευή — συνεκφορά — περιφρονητής — φαγούρα — κηροποιείο — αμβλωτικός |
|||