|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συμπιεσμένος? — — εμπειριστής — ξυπολιέμαι — αδροσοβόλητος — ανέγνοιαστος — βλαχόπουλο — οιναγορά — καταρροή — διπλοσάνιδο — διισχυρίζομαι — πονόκοιλος — υπαρχηγός — περιοδικός — λευκοκύτταρο — συγκαλύπτω — διακλαδούμαι — λοκάντα — κολάκευμα — αναφαγιά — βγαλτό — λιθοτομία — ζορίζομαι |
|||