|
το мор. полуют #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полуют? — επίστεγον как с (ново)греческого переводится слово επίστεγον? — полуют — αποβάλλομαι — ενδεκαδικός — κατσίκι — στουράκι — γιαγιούλα — εννεαπλασιασμός — εξοβελιστέος — ώσμωση — ξέστερος — καπνοβιομηχανία — παρακωλύω — καμίνιασμα — νανοσωματιδια — ανεξύπνητος — σκουντουφλάω — πολύχρωμος — παγοπωλείο — ψεκαστήρας — υφή — προύντζινος — σαρμάκο |
|||