|
хим. железистый, содержащий железо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово железистый? — σιδηρούχος как на (ново)греческом будет слово содержащий железо? — σιδηρούχος как с (ново)греческого переводится слово σιδηρούχος? — железистый, содержащий железо — κροτίς — ζαχαρωτό — Ι — Βερολινέζος — λεπτότριχος — αυτοθυσία — αδικαίωτος — γιώμα — σκουφί — λαοκρατικός — αναπιάνω — μαθήτευση — αποτέτοιος — κατοπινάρικο — συνταυτιστικός — πορνεία — βουρκολακιάζω — ανάμεσος — αυτοκρατορισμός — κατατάσσομαι — καθυποδουλώνω |
|||