Новогреческий словарь
σταθμητικός
σταθμητικός
весовой
;
~ό σύστημα — система мер и весов
;
~ή μονάς — весовая единица
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
весовой
? —
σταθμητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σταθμητικός
? — весовой
#
(ново)греческий словарь
—
αυθαίρετο
—
σταχιάζω
—
δηλητηριάστρια
—
οξυγονοκόλληση
—
κοινόλεχτος
—
κακομαθημένος
—
ποπός
—
θρύος
—
ατίμητος
—
διαμαρτύρηση
—
κλάφτηκα
—
μπορεσάμενος
—
κοκεταρία
—
αψυχοπονεσιά
—
άδικα
—
ξελιγώνομαι
—
ακριτικός
—
γιάμα
—
σακχαρολαβίδα
—
σμυριδόχαρτο
—
τσίτσιδος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,