|
охотничий; ~ό σκυλί — охотничья собака; гончая; ~ό όπλο — охотничье ружьё #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охотничий? — κυνηγετικός как с (ново)греческого переводится слово κυνηγετικός? — охотничий — ράφτρα — συμπλέκω — ανάξεση — εντομολόγος — χειραγωγημένος — σταχτόπαννο — δημιουργικότητα — αποστρατεύω — συμφιλιώτρια — τραβηχτός — γυμνασιόπαις — ατασθαλία — πορθμός — επισανιδώνω — χωνευτικότητα — τυπολατρεία — κατατόπια — δεσπόζων — ιππαστί — κατσιά — κυκλοτρόνιον |
|||