Новогреческий словарь
γνώρισμα
γνώρισμα
το
признак, черта, примета
;
τό χαρακτηριστικό ~ — отличительная черта
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
признак
? —
γνώρισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
черта
? —
γνώρισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
примета
? —
γνώρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γνώρισμα
? — признак, черта, примета
#
(ново)греческий словарь
—
κολλιαντζιάρης
—
περιφρονώ
—
καραγκούναρος
—
ακακοφόρμιστος
—
γνωμάτευμα
—
τειχοποιία
—
δορά
—
μεταλλουργείο
—
συντονίζομαι
—
πατριός
—
φασιστοειδής
—
αμυντήριος
—
απάνθισμα
—
ελιοτριρόπετρα
—
απρογμοσύνη
—
καμιόνι
—
δυσαρμονικός
—
φίλος
—
φακελοποείο
—
αρμέγω
—
πύραυνον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве