|
το (чаще мн.ч. ) всё необходимое; έχω τά ~τα γιά νά ζήσω — иметь всё необходимое для жизни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово всё необходимое? — αρκούν как с (ново)греческого переводится слово αρκούν? — всё необходимое — ζαφτιές — οπερέττα — καλώ — προσωδία — γαιανθρακοφύραμα — τυποποίηση — επιλεκτικότητα — πλασάρω — πρωτοψάλτης — υλοζωισμός — μειώνομαι — περιφέρεια — θυμιάζω — εξηντάρης — αστάθμιστος — απολέπισμα — αρκτόδερμα — αξούριστος — αυτοπαρατήρηση — μεσιτικός — ιάνθινος |
|||