|
летний; ~ό φόρεμα — летнее платье; ~ή διαμονή — летняя резиденция; ~ά κέντρα — летние кафе #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово летний? — θερινός как с (ново)греческого переводится слово θερινός? — летний — παντόφλας — χρεοκοπία — δρυοκολάπτης — νεοπλασία — λαλούμενα — ελληνοδιδάσκαλος — εξωδερμίδα — Ιρακινή — λιόκρουγμα — άνηθος — συμπαραστατώ — παραδίδω — φλεγμονικός — περίμετρος — ανάβρασμα — επανορθώτρια — αμονοπώλητος — ακροθιγώς — υφηγεσία — απαρχαιώνομαι — αδελφοσύνη |
|||