τακτοποιημένος

формы словаβ
τακτοποιημένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово τακτοποιημένος? —


τοιχάκιμυροποιείογρατσούναξεσηκώνωακούμπισμαπλατομέτωποςοκταετήςκαπνοφυτείαολότυφλοςστάχτωμαεγκυστίωσημειωμένοςβλάττηζωστικόανεμόχολολαίμαργοςαπλούτιστοςκαταληπτόςαντρώνομαιεμένακλωνόγερτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit