|
1. винодельческий; 2. (о) винодел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово винодельческий? — οινοπαραγωγός как на (ново)греческом будет слово винодел? — οινοπαραγωγός как с (ново)греческого переводится слово οινοπαραγωγός? — винодельческий, винодел — πνέμα — δεξίμι — πόλις — δίχειρος — εργαλειός — πρόθεμα — μπολικαίνω — καταψύχομαι — γεροντόκοττα — διαβούλιο — υπαξιωματικός — μπάσος — εγκληματώ — αγυάλιγος — αυτόφωτος — γλυκόλογος — εφιαλτικός — αντασθματικός — ανακαρού — αφρισμός — ζυμάζη |
|||