|
оттоманский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оттоманский? — οσμανικός как с (ново)греческого переводится слово οσμανικός? — оттоманский — συρικτός — συρρικνούμαι — μονόγλωσσος — κουρνάζος — ρετιρέ — χαώδης — άωτον — κουμπωτήρι — συφοριασμένος — γουνάράδικο — σκευασία — θειαφότοπος — αγνωστοποίητος — απόγραφο — κλεπταποδόχος — εναλλαγή — άτιμος — αστράπτω — υποσείω — κάρρο — απαντητής |
|||